Η ηδονή των παρατάσεων!
Αίνιγμα θύμησης.
Προσπάθεια αναστροφής
της διαδρομής μου,
στην αφετηρία της.
Γέφυρα με το χτες,
περνά πάνω,
απ το δάσος των συναισθημάτων,
και περπατώ,
κοιτάζοντας τους γύρω λόφους,
που ήξερα
αλλά δεν υπάρχουν πια.
Θα γράψω,
θα εκτονωθώ,
για τα γεφύρια
που ξέχασα να τα περάσω.
Γιατι το μόνο που ήξερα
ήταν αυτό: Το γεφύρι του χτες.
Πως μπόρεσα;
Πως άφησα τα χρόνια;
Ήταν εκει και με περίμεναν.
Λόφοι καινούργιοι,
κοιλάδες καταπράσινες,
βουή ζωής, λαχτάρα κι ομορφιά!
Κι' όμως εγώ σφιγμένος
σ' αγκαλιά με τα ερείπια.
Δεν έχω παράπονο!
Δική μου επιλογη! Δεν έμαθα.
Δεν ήξερα. Μη με σκοτώνεις!
Θα βγει παράπονο και δάκρυ.
Περπάτησα τις χαραυγές του κόσμου.
Είδα τον ήλιο νάρχεται,
να φεύγει, και να περπατά!
Μα που ήμουν;
Αχ! νάξερα!
Νάξερα ν'αγγιξω τούτες τις φωτιές.
Να πάρω τη δροσιά τους,
να πιω το άρωμα τους,
να μυρίσω τη γεύση τους,
να γευτώ τη χάρη τους.
Το είναι μου
ανατριχιάζει στη σκέψη!
Η σκέψη μου
βυθίζεται στην επιθυμία!
Είμαι από σάρκα, και υπάρχω.
Χορδές ανθρώπινες,
πόθοι, διαδρομές της ύπαρξής μου.
Δεν έμαθα να θέλω.
Δεν μπόρεσα να θέλω!
Κι όμως!
Αυτή η φωτιά είναι στη ζωή μου
η παλέτα του ζωγράφου.
Ζωγραφίζω μ ένα χρώμα
που ορίζει το νόημα της ζωής σαν τέχνης.
Το χρώμα της αγάπης.