Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008

Η γέφυρα μου



Η ηδονή των παρατάσεων!


Αίνιγμα θύμησης.


Προσπάθεια αναστροφής


της διαδρομής μου,


στην αφετηρία της.
Γέφυρα με το χτες,


περνά πάνω,


απ το δάσος των συναισθημάτων,


και περπατώ,


κοιτάζοντας τους γύρω λόφους,


που ήξερα


αλλά δεν υπάρχουν πια.


Θα γράψω,


θα εκτονωθώ,


για τα γεφύρια


που ξέχασα να τα περάσω.


Γιατι το μόνο που ήξερα


ήταν αυτό: Το γεφύρι του χτες.


Πως μπόρεσα;


Πως άφησα τα χρόνια;


Ήταν εκει και με περίμεναν.


Λόφοι καινούργιοι,


κοιλάδες καταπράσινες,


βουή ζωής, λαχτάρα κι ομορφιά!


Κι' όμως εγώ σφιγμένος


σ' αγκαλιά με τα ερείπια.
Δεν έχω παράπονο!


Δική μου επιλογη! Δεν έμαθα.


Δεν ήξερα. Μη με σκοτώνεις!


Θα βγει παράπονο και δάκρυ.
Περπάτησα τις χαραυγές του κόσμου.


Είδα τον ήλιο νάρχεται,


να φεύγει, και να περπατά!


Μα που ήμουν;


Αχ! νάξερα!


Νάξερα ν'αγγιξω τούτες τις φωτιές.


Να πάρω τη δροσιά τους,


να πιω το άρωμα τους,


να μυρίσω τη γεύση τους,


να γευτώ τη χάρη τους.


Το είναι μου


ανατριχιάζει στη σκέψη!


Η σκέψη μου


βυθίζεται στην επιθυμία!


Είμαι από σάρκα, και υπάρχω.


Χορδές ανθρώπινες,


πόθοι, διαδρομές της ύπαρξής μου.


Δεν έμαθα να θέλω.


Δεν μπόρεσα να θέλω!


Κι όμως!


Αυτή η φωτιά είναι στη ζωή μου


η παλέτα του ζωγράφου.


Ζωγραφίζω μ ένα χρώμα


που ορίζει το νόημα της ζωής σαν τέχνης.


Το χρώμα της αγάπης.

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008

Η επιστροφή μου



Μου ζήτησε να πω τ’ όνειρο που με συνόδεψε σε κείνο το ταξίδι, στις κορυφογραμμές του σύμπαντος, στα βάθη των ωκεανών, στις οάσεις των ερήμων, στους βυθούς της σκέψης, στη γήινη τη μελωδία, στους κόσμους που εξοικειώθηκα ζητώντας της ουσίας μου τη φύση.
Και τότε χώθηκα βαθιά, και κουλουριάστηκα ξανά μεσ’ τους λυτρωτικούς μου κραδασμούς να περιμένω πια την γέννηση μου, απ την κοιλιά του σύμπαντος μέσα στη γήινη τη μελωδία σε ήχους της αιωνιότητας, στους θρύλους των ήλιων, στο τραγούδι μου στο φως, και στο κλάμα μου στο σκότος. Με την αγάπη, να φορά ανθό κι ακάνθινο στεφάνι, να συνειδητοποιεί τους ανέμους, και να ειρηνοποιεί τα νερά μέσα στα κοσμικά τους πάθη.
Και αναδύθηκα μεσ’ τον αγέρα, απ’ των πηγών μου τις ροές γαλουχημένος απ το νόημα της ύπαρξής μου.
Περνώντας τα δόγματα, και τους κονιορτούς, νοσταλγικά πετώ στης θέλησης το λόγο, σφύζοντας κι ασφυκτιώντας μέσα στους ειρμούς, γυρνώ ξανά στη χίμαιρά μου, να δω το γκρέμισμα και το ξανάχτισμα μιάς πολιτείας με τη ζωή αιώνια, που λάθεψε στο χρόνο, αλλά μαθήτεψε το ψέμα μέσα απ’ την αλήθεια, και τράνεψε την κάθε μέρα μέσα στο χάος της αγνωσίας της, σε μια άβυσσο συναισθημάτων μέσα στης γης της το εκτόπλασμα. Το νάμα του ονείρου μου, γίνεται δράμα του απείρου μου, του νου μου θαύμα, στην τελευτή της αείχρονης διαδρομής μου.
Κι όμως το ήξερα πως σύντομα θα με διαδεχθεί ο χρόνος, και δεν φοβήθηκα όταν με διαδέχτηκε πρώτα ο πόνος πούγινε ζωή, και μόνος χορηγός μου



Η εφηβεία του ιδανικού



Η εφηβεία του ιδανικού,


και η λαγνεία παραμονεύει,


να ορίσουμε το χρόνο μας, σε τοπία ονειρικά


Ξεχνώντας το χρόνο, στην κλεψύδρα του νου.


Να μπούμε στο χωρόχρονο,


Σε μια δίνη της άμμου,


πούχει το ίδιο πρόσωπο μ’ εμάς.


Ορτσάρουν τ’ άστρα


Στην πρύμνη σπαρταρούν,


καταμεσής τη θάλασσάς μας,


Και στου αιθέρα το στεναγμό.


Αλλά, ΜΑΖΙ, θα ψάξουμε για τη νησίδα,


Με φιλντισένια ρίμα,


Να τραγουδήσουμε, για τη δροσιά,


πούχει για ρόγα την ελπίδα,


μες στο μετάξι τ’ ουρανού.


Ονείρατα πουν λαξευμένα


Από τους ποιητές….


Κυριακή 3 Αυγούστου 2008

Όταν το σήμαντρο φώναζε ζωή



Κι όταν το σήμαντρο φώναζε ζωή,


Χανόμουν σε κόσμους,


που μόνο αυτοί τολμούν,


να χαθούν στο όνειρο,


να γίνουν πύρινο άρμα θύμησης,


να μη ξεχνούν,


πως τα λιβάδια της ζωής μας,


άστρα και ήλιοι,


γίνανε μ’ αγώνες περηφάνειας.


Στην άλαλη τούτη ώρα


της έκστασής μου,


Μένω εκεί,


Που τα σχήματα δεν έχουν σχήμα.

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2008

Έστερξα.




Η ακριβόθωρη ώρα.

Το συνεπαρμένο πάφλασμα της ψυχής μου.

Ο αστερισμός που διαφέντευε τη σκέψη.

Η αίγλη της στίλβης των αστεριών.

Ο γυμνοσάλιαγκας που ερωτεύοταν τη δρόσο της πάχνης.
Ξημέρωνε!

Θλιμμένα κουκουνάρια,

έπεφταν ν' αγγίξουν το τέλος.

Το ανακύκλωμα της ζωής.

Λίγες σταγόνες θέλησα, έτσι!

γιατί το αστραπόβροντο του χειμώνα

με φόβιζε.

Ήρθαν, μαζί με την ακριβόθωρη ώρα.

Γαλήνεψα!

Κοίταξα την άνοιξη που ανέτειλε,

βαθιά κι απόμακρα,

στα χέρια του ορίζοντα.

Κι' όμως έστερξα στον χειμώνα,

γιατί τα χέρια δεν ήταν ακόμη τα δικά σου.

Δεν ρυτίδωσες την πάχνη.

Δεν ζωγράφισες το τόξο το ουράνιο.

Ακόμη χιόνια

και μουντά τοπία ζωγράφιζες.

Δεν είδες τη λαχτάρα.

Κι' όμως ρανίδες της καρδιάς σου

ασήμωναν την ελπίδα.

Έχω το φως, κι έχεις το όνειρο.

Έχεις το φως, κι έχω το όνειρο.

Έχουμε φως και τ' όνειρο...........

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2008

Δικαίωση





Δεν έχω επιφύλαξη


στον κόσμο των ματιών.


Ζω την πραγματικότητα,


αλλιώς


πως θα ήξερα τα ρήματά της?
Πες το όνειρο, πες το χαρά.


Μα ότι κι αν πεις,


θα έχω την αισιοδοξία


να προσπερνώ τα γόρδια,


και να χαράζω το αμόλυντο,


σε σκέψεις αντάξιες


της ύπαρξής μου.


Δεν έζησα τα εύκολα.


Προσπέρασα τα εμπόδια


και τόκανα όνειρα.


Η γραφή θα μείνει.


Εγώ θα φύγω.


Μα θα υπάρχω στ' άπειρο,


με γενναιότητα κι ελπίδα


ότι είδα το καλύτερο.

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2008

Τα αρώματα



Τα μύρα τα ετοίμασα,


και τα αρώματα


αγωνιούν


για τα μεταξωτά


που θε να στρώσω στο κρεβάτι,


το γήινό σου σώμα


να το κάνω ποίημα.


Με τα κιλίμια,

αφουγκράζομαι,


καλύτερα τα βήματά σου,


και σε κοιτώ κατάματα,


πριν μπερδευτώ


μες τα μαλλιά σου,


κι αρχίσει ο χτύπος


ο τρελός,

να κόβει την ανάσα.


Κι οι λέξεις λειώνουν


μέσα στην την παλάμη σου,


υφαίνοντας


το κέντημα της νύχτας.


Το πρώτο χελιδόνι,


τούτης της άνοιξης,


είσαι εσύ


Εσύ και το μικρό αηδόνι


που φέρνει ζεστασιά,


στην ψύχρα του αιώνα.


Γι’ αυτό


άσε το ποίημα μου,


να τελειώσει


σ’ εν' άλλο αιώνα




Κυριακή 13 Ιουλίου 2008

Το μετά απ το πρίν


Τώρα πούνε το μετά απ το πριν,

Αφήνω πίσω τη σκιά μου,

σαν απουσία της παρουσίας μου,

σκυφτός στο στοχασμό,

να μην ερωτευτώ φαντάσματα,

ξανά,

και ξωτικά που θρόιζαν μια ανάσα ,

αιχμάλωτη στο σώμα,

και μάτια που θα σε κοιτούν,

λέγοντας ψέματα ωραία .

Και σκέφτομαι,

Τις τόσες αυταπάτες,

αντίληψης ψιχάλες,

σαν χιόνι από στάχτη.

Και σκέφτομαι ξανά,

τα λάθη μου,

δώρα σα μελωδίες,

που τώρα, το μετά απ το πριν,

τα πέταξα,

στο λάκκο με τις υποσχέσεις.

Αχός εγώ,

Φωνή εσύ,

Κι είχαμε κάποτε κλάψει ΜΑΖΙ

.

Στο χρώμα δώσε χρώμα


κι αν το πινέλο σου χλωμό,
κι αν η παλέτα σου τρομάζει,
μύρισε τις λέξεις της στιγμής,
και φτιάξε το ανθρώπινο,
με τη δική σου πέννα,
Χρώματα, δεμάτια της ψυχής,
το βλέμμα να χαϊδεύουν,
και κοίταξε το χρώμα της καρδιάς,
και χτίσε στο σκοτάδι,
τα όνειρα ν' αγγίξεις,
και τα κοράλλια δέσε,
μες τη γαλάζια στάλα....

ψιλοβρόχι


Ψιλοβρόχι,

και το κάλεσμα που χαμογελά,

στο κέντημα του ήλιου,

που θε ναρθεί.

Το φύλλο ξέφυγε στο κεραμίδι,

γιατί το φως, του έλειψε,

στο βλέφαρο του σύννεφου,

πούνε σαν θύελλα ματιών,

Κι είναι το πρωινό ακόμα,

και σαν ομπρέλα η ανάσα μου,

σε τούτο το λασπόνερο,

που με κόβει σαν λουλούδι.

Μα τούτα τα σύννεφα,

δεν είναι άλλα,

παρά αχνογάλαζες φωτιές

που γυροβόλησαν,

σαν μπήκε καλοκαίρι