Δευτέρα 26 Μαΐου 2008

Μου ζήτησες να πω


Μου ζήτησες να πω γιά τ’ όνειρο,

που με συνόδεψε σε κείνο το ταξίδι,

στις κορυφογραμμές του σύμπαντος,

στα βάθη των ωκεανών,

στις οάσεις των ερήμων,

στους βυθούς της σκέψης,

πάνω από θάλασσες κενού,

στη γήινη τη μελωδία,

στους κόσμους που εξοικειώθηκα,

ζητώντας της ουσίας μου τη φύση.

Και τότε χώθηκα βαθιά,

και κουλουριάστηκα ξανά,

μεσ’ τους λυτρωτικούς μου κραδασμούς

να περιμένω πια την γέννηση μου,

απ την κοιλιά του σύμπαντος

μέσα στη γήινη τη μελωδία

σε ήχους της αιωνιότητας,

στους θρύλους των ήλιων,

στο τραγούδι μου στο φως,

και στο κλάμα μου στο σκότος.

Με την αγάπη,

να φορά ανθό κι ακάνθινο στεφάνι,

να συνειδητοποιεί τους ανέμους,

και να ειρηνοποιεί τα νερά

μέσα στα κοσμικά τους πάθη.

Και αναδύθηκα μεσ’ τον αγέρα,

απ’ των πηγών μου τις ροές ,

γαλουχημένος απ το νόημα της ύπαρξής μου.

Περνώντας τα δόγματα,

και τους κονιορτούς,

αλχημιστής της ψυχής μου,

νοσταλγικά πετώ στης θέλησης το λόγο,

σφύζοντας κι ασφυκτιώντας μέσα στους ειρμούς,

γυρνώ ξανά στη χίμαιρά μου,

να δω το γκρέμισμα και το ξανάχτισμα,

μιάς πολιτείας με τη ζωή αιώνια,

που λάθεψε στο χρόνο,

αλλά μαθήτεψε το ψέμα μέσα απ’ την αλήθεια,

και τράνεψε την κάθε μέρα

μέσα στο χάος της αγνωσίας της,

σε μια άβυσσο συναισθημάτων

μέσα στης γης της το εκτόπλασμα.

Το νάμα του ονείρου μου,

γίνεται δράμα του απείρου μου,

του νου μου θαύμα,

στην τελευτή της αείχρονης διαδρομής μου,

για να ορμήσω στο λυκόφως,

των πιο απόκρημνων γκρεμών,

στην άβυσσο την ίδια,

και νάβγω πάλι με το λυκαυγές στο φως του ήλιου.

Κι όμως τόξερα πως σύντομα η διαδοχή μου,

θάνε ο χρόνος,

και δεν φοβήθηκα όταν με διαδέχτηκε

πρώτα ο πόνος πούγινε ζωή,

και μόνος χορηγός μου.

Ζωή με έφηβο πάθος,

ασυγκράτητο και φοβερό,

μιάς εξώτερης φύσης μου επέλαση,

το απόλυτο φως στα σκοτάδια και τις σκιές του παντός,

την αστείρευτη γνώση της φύσης μου εκπαιδεύω,

να μη γίνω ξανά ένας είλωτας

των πολύχρωμων γήινων ευδοκιών,

να μη σκιαστώ στα ερέβη μου,

και σταγόνες βροχής ν αγκαλιάσω

στη γαλήνη της έκστασης,

ποιητής της άσβεστης φλόγας μου εγώ.

Και τότε κατάλαβα πως ανήκω εδώ,

κι έγινα ένα με τη θέρμη της φωτιάς,

που με λικνίζει στους ώμους της,

κι είδα το σπίτι μου,

μέσα στο φως το εκτυφλωτικό,

να πάλλεται στους παλμούς της λάβας της,

και να λικνίζεται στις φλόγες της ……………..

Δεν υπάρχουν σχόλια: